ΠΑΥΛΟΣ ΜΟΣΧΙΔΗΣ | ΑΦΘΑΡΤΟ ΣΩΜΑ
Ο ζωγράφος, Παύλος Μοσχίδης, γεννήθηκε το 1927 στην Καβάλα, όπου για πρώτη φορά σε μικρή ηλικία θα ανακαλύψει πως η ζωγραφική είναι ένας ολόκληρος εκφραστικός κόσμος για τις ανάγκες της ψυχής.
Από τα νεανικά του χρόνια μέχρι το 2004, που αφήνει την τελευταία του πνοή, έχει καταγραφεί στην ιστορία των μεταπολεμικών Ελλήνων ζωγράφων ως ο καλλιτέχνης που το προσωπικό του βίωμα ταυτίζεται απόλυτα με το έργο του, ένα έργο "ειλικρινές" και "ασυμβίβαστο".
Ο Μοσχίδης θεωρείται από τους σημαντικότερους γυμνογράφους της γενιάς του.
Το γυναικείο σώμα πρωταγωνιστεί στο έργο του, καθώς ο ζωγράφος βλέπει τη γυναίκα ως το πιο δημιουργικό κύτταρο αυτής της πλάσης.
Μαθήτευσε στο εργαστήριο του Πολύκλειτου Ρέγκου, στη Θεσσαλονίκη, και εργάστηκε ως βοηθός του σε πολλές βυζαντινής τεχνοτροπίας τοιχογραφίες εκκλησιών.
Συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι, στην Ecole Nationale Superieure des Beaux Arts (atelier Brianchon), στην Ecole Superieure des Arts Deco (atelier Gihshia Labise) και στη Σχολή Mosaique de Ravenne (Παρισινό τμήμα - atelier Gino Severini).
Από το 1960 εως το 1971 δίδαξε στη Σχολή Διακοσμητικών Τεχνών «ΒΑΚΑΛΟ» στην Αθήνα.
Συνεργάστηκε με την Gallery Boisseree am Museum της Κολωνίας, το club Francais de la Gravure Contemporaine και με διάφορες άλλες αίθουσες Τέχνης στην Ελλάδα, την Γαλλία και την Γερμανία, με 40 ατομικές εκθέσεις.
Έργα του βρίσκονται σε πολλές ιδιωτικές συλλογές, στην Εθνική Πινακοθήκη, την Πινακοθήκη του Δήμου Θεσσαλονίκης, κ.α.
BaseGALLERY + OVERVIEW-Ikon
ΕΓΚΑΙΝΙΑ | ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 13/11 | 20:30
ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΕΚΘΕΣΗΣ | 13/11 - 6/12/2015
Για τον Παύλο Μοσχίδη - Σώμα και Ιερότητα | Του Μάνου Στεφανίδη
Για τον Παύλο Μοσχίδη το ανθρώπινο σώμα είναι πάντοτε μια περιπέτεια, ένα ταξίδι, ένα αίνιγμα. Όσο πιο κοντά στην ηδονή τόσο πιο μακριά από το θάνατο. Όσο πιο κοντά στην κορύφωση τόσο πιο κοντά στην αθωότητα και την κάθαρση.
Περισσότερο από ερωτικός ή ηδονιστής ζωγράφος, ο Παύλος Μοσχίδης υπήρξε ένας υπαρξιστής που ψηλαφεί τα όρια αλλά και την αδυναμία της ύπαρξης μέσα από την εμπειρία του σώματος.
Τα κορίτσια, οι γυναίκες του Μοσχίδη, συχνά λάμπουν από ένα χρυσαφένιο φως, είτε κείτονται σε ανάκλιντρα είτε είναι γερμένες σε λιβάδια. Ένα φως που δεν προέρχεται από εξωτερική πηγή αλλά από τη σάρκα τους την ίδια καθώς αναδύεται η νεότητά της με όρους αιωνιότητας.
Ο ζωγράφος βέβαια ξέρει κατά βάθος πόσο ευάλωτα είναι τα σώματα αυτά και πόσο απόλυτο καραδοκεί το γήρας. Για αυτό όμως το λόγο υπάρχει τέχνη, υπάρχει ζωγραφική, για να εξορκίζει το γήρας και να σαρκάζει το θάνατο. Για να αποθεώνει την αιωνιότητα της επιθυμίας, τη μόνη αθανασία που δικαιούμαστε οι άνθρωποι. Που μας δικαιώνει ως άνθρώπους.
Η ζωγραφική είχε ανέκαθεν την δυνατότητα να αποκρυσταλλώνει το πολύτιμο και να διαστέλλει το υποκειμενικό. Να δημιουργεί, με αφορμή τον κόσμο, έναν άλλο κόσμο υπερβαίνοντας την προφάνεια των πραγμάτων.
Σήμερα, στην εποχή των χυδαίων, δηλαδή των χωρίς σάρκα και χωρίς νόημα, εικόνων, η ζωγραφική υπερασπίζεται ακόμη τη μεταφυσική της εικονοποΐας, τον ζωτικό μύθο της ανα-παράστασης.
Για τον ζωγράφο Παύλο Μοσχίδη το σχέδιο αποτελεί το πρώτο και κύριο όπλο της καλλιτεχνικής έκφρασης. Είναι αυτό που καθηλώνει τη στιγμή, το instantané, μέσα από μια χειρονομία.
Έπεται το χρώμα, υποβλητικό, συχνά εκρηκτικό, να επιχειρηματολογεί σχετικά με τις αντιστάσεις του φωτός μέσα στην επικράτεια της νύχτας και να υποστηρίζει πως το τρομερό μπορεί να γίνει εμβρυουλκός της πιο παράξενης ομορφιάς... Γι' αυτό το λόγο ακριβώς, ο Παύλος Μοσχίδης χρησιμοποιεί τα πιο έντονα χρώματα, τα βαριά μπλε, τα πράσινα και τα μαβιά, την έντονη αντίθεση με τα κίτρινα και τα ροζ -οι γραφειοκράτες της τέχνης θα μιλούσαν για εξπρεσιονισμό- ώστε να εξορκίσει το κακό και να κλείσει την αιωνιότητα τουλάχιστον μέσα στην εικόνα.
Διονυσιακός, ή μάλλον εμπειρίκιος, ο Μοσχίδης εν τέλει είναι ένας θρησκευτικός ζωγράφος αφού θύει και ομνύει στην ιερότητα του σώματος!
Το καταλαβαίνει κανείς αυτό εύκολα αν διαβάσει σωστά την βαρυσήμαντη φράση του Χριστού, εκείνη τη νύχτα της μεγάλης αγωνίας, «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει κἀγὼ ἐν αὐτῷ».
Ο πιο ερωτικός λόγος που ειπώθηκε ίσως ποτέ!
Τον θυμάμαι, αριστοκράτη και μάγκα, μποέμ και κοσμοπολίτη -όπως εξάλλου και ο αδελφός του ο ηθοποιός Γιώργος Μοσχίδης- να λάμπει στις εκθέσεις του στη γκαλερί “Ζυγός” ή στις επισκέψεις του στην Εθνική Πινακοθήκη για να δει τους αγαπημένους του ζωγράφους, τον Λεμπέση, το Μόραλη, τον Μπουζιάνη, τον Παραλή, τον Τσαρούχη. Όπως θυμάμαι και τα κείμενα που του αφιέρωνε το περιοδικό “Ζυγός” πάντα εικονογραφημένα από λαμπερά γυμνά που έσφυζαν από έκρηξη ζωής. Καλύτερα, από έκρηξη ύπαρξης.
Πως θα το έλεγε ο Εγγονόπουλος; “Ως προς εμέ, θάνατος δεν υπάρχει!”
Αυτό δεν είναι ένα γυμνό: Η λιτότητα ως απογύμνωση της γύμνιας. | Της Πέπης Ρηγοπούλου.
Αυτό δεν είναι ένα γυμνό. Είναι γραμμές, λιτές και πιο λιτές, γραμμές που σχεδιάζουν την συγκίνηση που γεννούν γυμνά γυναικεία σώματα. Είναι χαμένος κόπος να προσπαθήσουμε να ορίσουμε τι λογής συγκίνηση είναι αυτή. Αισθητική, αισθαντική, αισθησιακή. Δεν γνωρίζω γυμνά -από τα αρχαία γλυπτά που αναπαριστούν την Αφροδίτη που χάνει σιγά- σιγά τα ενδύματά της από τον 4ο προ Χριστού αιώνα μέχρι τις γιαπωνέζικες ερωτικές γκραβούρες και τα κορμιά του Ρούμπενς, του Ρενουάρ ή του Μπαλτύς - όπου το γυμνό να μην είναι ταυτόχρονα και αξεδιάλυτα παιχνίδι με το φώς, αναμέτρηση με την γραμμή και το χρώμα, νύξη επιθυμίας και αναφορά στο σώμα και στην γυναίκα. Λέω στο σώμα και στην γυναίκα ,διότι η γυναίκα είναι αυτή που μοιράζεται με το σώμα την υποτίμηση και την δόξα που τους απονέμει ο διπολικός μοντέρνος και μεταμοντέρνος ακόμη πολιτισμός. Και βλέποντας τα γυμνά του Μοσχίδη αναλογίζομαι τα κορμιά των μοντέλων, σε ακαδημίες καλών τεχνών και σε εργαστήρια ζωγράφων, τα κορμιά αυτά τα κουρασμένα να κρατούν την ίδια και την ίδια στάση για ένα γλίσχρο ωρομίσθιο, γλίσχρο ακόμη και για την εποχή εκείνη όπου οι μισθοί δεν ήταν τόσο γλίσχροι. Και ξαφνικά το παιχνίδι του φωτός και της σκιάς πάνω στα γυμνά γυναικεία σώματα, παιχνίδι σκιάς και φωτός που τα κάνει να μην είναι πια «μοτίβα», αλλά σώματα, πηγές της ζωής και του έρωτα που την γεννά, την σκοτώνει και την ξαναγεννά.
Σε μια εποχή όπου, παρά τις περί του αντιθέτου δηλώσεις, βαθαίνει ακόμα το ρήγμα ανάμεσα στη σκέψη, την ψυχή και το κορμί, οι ζωγραφιές που ζωγράφισε για δεκαετίες ο Μοσχίδης ξαναρίχνουν γέφυρες ανάμεσα σε αυτές τις χωριστές, τις ενίοτε σχεδόν αντίπαλες επικράτειες. Για τον λόγο αυτό ο ζωγράφος θα μπορούσε να ονομασθεί και με μια λέξη που χρησιμοποιούσε ο Καβάφης: αισθητής. Όχι βεβαίως με την έννοια του εστέτ. Αλλά με την έννοια του ότι ανήκει σε αυτούς που με το έργο τους αναζωογονούν την αίσθηση, την γέφυρα δηλαδή ανάμεσα στα σπασμένα κομμάτια του ανθρώπου. Η λιτότητα των μέσων του είναι μια γύμνια μέσα στην γύμνια. Μια απογύμνωση του έργου από την εκζήτηση, την αναζήτηση εντυπωσιασμού. Και η λιτότητα αποκαλύπτει για μένα πιο καθαρά την δύναμή της, όταν για παράδειγμα σε ένα του γυμνό βλέπω το πρόσωπο να σκεπάζεται σχεδόν ολοκληρωτικά από τα μαλλιά – αποδομένα με τον απλούστερο δυνατό τρόπο- μαλλιά που αφήνουν να δούμε μόνον ένα ελάχιστο κάτι από την μύτη του μοντέλου που στρέφει με μια παιγνιώδη κίνηση το πρόσωπο στο πλάι. Μαλλιά που είναι και αυλαία η οποία κρύβει και αποκαλύπτει την περιπέτεια του φωτός, την περιπέτεια του βλέμματος. Κίνηση απομάκρυνσης από το εξεταστικό βλέμμα του ζωγράφου, από το μάτι του θεατή, το δικό μας, που όμως μας αιχμαλωτίζει και απομακρυνόμενο μας κάνει να θέλουμε να έρθουμε πιο κοντά.
Αυτή η κίνηση της προσεγγίζουσας απομάκρυνσης, της αποκαλυπτικής απόκρυψης, είναι ο άλλος πόλος των δημιουργιών εκείνων του ζωγράφου, όπου τα γυμνά του γίνονται μέρος συνόλων, ενωμένα με ένα άλλο κορμί είτε με την φύση. Αλλά, τουλάχιστον αν βασιστώ στην δική μου υποκειμενική αίσθηση, μπορεί αυτό το ελάχιστο που σκεπάζει ένα πεσμένο μαύρο μαλλί που για μένα είναι αυλαία, να φανερώνει ακόμα περισσότερα από όσα αυτοί οι συνθετικοί πίνακες μας αφήνουν να δούμε.
Μεγαλώνοντας στη σκήτη ενός ζωγράφου. Παιδικές ενθυμήσεις! | Της Έλενας Μοσχίδη.
Κάποτε, μου ζητήθηκε να κάνω ένα ρεπορτάζ για τα ατελιέ των ζωγράφων, για το ένθετο περιοδικό ΑΝ της Κυριακάτικης Απογευματινής, και θυμάμαι, με πόση λαχτάρα και ανυπομονησία το δούλεψα!
Χώρος γνώριμος, οικείος, λατρευτός, εφόσον μεγάλωσα μέσα σε αυτόν και πέρασα τα παιδικά μου χρόνια, ευλογημένα χρόνια, μέσα στο χρώμα και στις εικόνες.
Το κείμενο ξεκινά κάπως έτσι:
«Βρέθηκα συχνά πίσω από τη σκιά του καβαλέτου, με τη μυρωδιά από το νέφτι και το λάδι να με ζαλίζει.
Παρατηρώντας το πινέλο του ζωγράφου, πότε να γλιστρά στον καμβά, χαϊδεύοντας τον, και πότε να τον πιέζει επίμονα. Με τη φαντασία μου έψαχνα για τα χρώματα , τα σχήματα, τα χαρακτηριστικά των προσώπων, που μπορεί να αποτυπώνονται από τον καλλιτέχνη στον καμβά. Και λέω «με τη φαντασία μου», γιατί ο ζωγράφος μπορεί να δέχεται την παρουσία κάποιου μέσα στο καταφύγιό του, αλλά κρυμμένη σε μία γωνιά, κάπου… ξεχασμένη απ’ αυτόν και από το έργο του, από τις ματιές των ανθρώπων μέχρι την ολοκλήρωσή του. Σχεδόν ποτέ δεν είναι καλοδεχούμενες οι επισκέψεις στο ατελιέ ενός ζωγράφου. Συνήθως, η παρουσία προσώπου, αγαπητού ή ξένου, διαταράσσει την ισορροπία εκείνη που αναζητά ο καλλιτέχνης τη στιγμή που αφήνει πίσω του τη μία πραγματικότητα για να περάσει στην άλλη. Σεκείνη της δημιουργίας. Το ατελιέ του είναι το σύνορο αυτών των δύο κόσμων και εκείνος δεν κάνει άλλο από το να πασχίζει να τους ταυτίσει, να τους ισορροπήσει, για να ολοκληρωθεί το έργο του κι εκείνος μέσα από αυτό». ..
Έτσι αντιλαμβανόμουν τον πατέρα μου στο ατελιέ του. Υπήρχαν φορές, όπου γινόταν μαζί μου ακόμη πιο απόλυτος και κάθετος, και ας καθόμουν σε μια γωνιά στο χώρο, με κρατημένη την ανάσα! Με έβγαζε έξω από το ατελιέ και μ’ άφηνε αλύπητα να ωρύομαι μέσα στην οργή και το κλάμα, κρεμασμένη από το χερούλι της πόρτας. Όσο επώδυνο και αν ήταν, υπήρξε για μένα ένα μεγάλο μάθημα ζωής. Να σέβομαι τον χρόνο και τον χώρο των άλλων.
Υπήρξαν όμως, και εκείνες οι δημιουργικές ώρες, όταν μουτζούρωνα χαρτιά και πασαλειβόμουν με τις μπογιές του πατέρα μου… Όταν με άφηνε να πιάσω για λίγο το πινέλο του και να κάνω πως ακουμπάω τον καμβά…
Ποτέ, ωστόσο, τη στιγμή όπου για πρώτη φορά έβαζε μία ιδέα στο χαρτί δεν με άφηνε να κοιτάξω. Το είχα μάθει καλά αυτό. Έπαιρνα το βλέμμα μου μακριά και παρέμενα για πάντα διακριτική και ήσυχη. Έμενα με την περιέργεια να με ταλανίζει, μέχρι τη μέρα που θα το έβλεπα να παίρνει σάρκα και οστά στο τελάρο. Μια ξαπλωμένη γυμνή γυναίκα, αραχνοΰφαντα δοσμένη, πότε μέσα σε ένα σκοτεινό και μουντό τοπίο, μέσα σε ένα μυστήριο χωρίς τελειωμό… Και πότε πάλι, ένα γυναικείο σώμα, να στέκεται με μια ιδιαίτερη χάρη, σε ένα μεθυστικό πολύχρωμο τοπίο, και ξανά με το γνώριμο αίσθημα του μυστηρίου, που πάντα ένιωθα και νιώθω, καθώς ταξιδεύω στα γυμνά κορμιά-τοπία του Μοσχίδη.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μου, πάντα με ανυπομονησία περίμενα να δω το επόμενο έργο του και να χαθώ μέσα σε αυτό. Εκεί, μέσα, όπως και στα έργα άλλων ζωγράφων, του Edgar Degas… Tου αγαπημένου μου Hieronymus Bosch… Tου Toulouse Lautrec…
Χάνεται και ο θάνατος, η βία του κόσμου, η κακομοιριά, η φλυαρία… Σβήνει όλη η ασχήμια. Αγαλλιάζει η ψυχή μου και παρακαλώ να μη με πάρει τίποτε και κανείς από εκεί μέσα.
Είναι θεραπευτικό όταν η Τέχνη σε «παίρνει» μακριά από την κακία του κόσμου και σε οδηγεί σε τόπους έξω-πραγματικούς, ευλογημένους και καθησυχαστικούς… Τότε, είναι, που η Τέχνη έχει επιτελέσει το σκοπό της, αλλά και ο θεατής τον δικό του. Να ανοίξει την καρδιά του και να καλοδεχτεί τα μηνύματά της.
Όταν πέθανε ο πατέρας μου, έκλεισα τα έργα του εντός των τεσσάρων τειχών. Αρκετοί, μου τα ζητούσαν, αλλά εγώ ήταν αδύνατον να αποχωριστώ ούτε ένα από αυτά. Πέρσι ήταν, που τον είδα στον ύπνο μου και μου ζητούσε εξαγριωμένος να τον «βγάλω έξω!».
Δεν μου ανήκουν τα έργα αυτά.
Ανήκουν στον κόσμο και πρέπει να μπουν στα σπίτια των φιλότεχνων.
«… Στην εποχή μας, που οι περισσότεροι ζωγράφοι ζητούν να εκφράσουν το μεγαλείο και την ομορφιά της βιαιότητος και της δυσφορίας, είναι μια ξεκούραση να συναντάς ζωγραφική όπως του Μοσχίδη. Αβίαστα ερωτικός και τρυφερός, αρκείται στα δώρα της αγάπης και των αγαθών αισθημάτων, στον πλούτο της τρυφερότητας, που πάρα πολλοί σήμερα θέλουν να βλέπουν σαν σκάνδαλο, ή σαν μωρία, ή σαν και τα δυο μαζί. … Ο Μοσχίδης ανήκει στην πολιτισμένη σχολή που πιστεύει στην ευεξία και που προσπαθεί να αποφύγει τη δυσφορία».
Γιάννης Τσαρούχης (Ζωγράφος)
«… Μοναχός, απροσάρμοστος, αποτραβηγμένος, χαμηλούς αστερισμούς θωρεί, αποστρέφεται τις επινοήσεις, επικουρικώς ενδύεται πραγματικότητες. Στα έργα του, όχι ένταση, αλλά κάποια βαριά διάθεση αιωρείται-συγχρόνως σιγή, μια παγερή σιωπή. Αγαπημένος χώρος το κλειστό δωμάτιο, ένας κόσμος ορώμενος από το παράθυρο με δισταγμό, ο κόσμος προέκταση σκιάς, φέγγος παρελθόντος…»
Ηλίας Πετρόπουλος (Συγγραφέας)
Φίλος! Φίλος μισού αιώνος, κι ας είχα καμιά εικοσιπενταριά χρόνια να τον ιδώ. Όμως, πάντα φίλος, όπως και για πολλούς άλλους. Φαινόμενο καλλιτέχνη, φαινόμενο ανθρώπου και στάση ζωής ιδιάζουσας. Τρυφερός, ευαίσθητος, διονυσιακός. Ένας παν της φύσης και της ατμόσφαιρας. Λάτρης του κορμιού, του γυναικείου. Υμνητής της λαμπερής φουρφουρένιας επιδερμίδας, του απαστράπτοντος κοιλιακού ημισφαιρίου και της μικρής κοιλάδας του αφαλού-πρόδρομος της εκθεσιακής περιοχής που προσφέρεται σήμερα «εν επαρκεία»-και του πάλλευκου δίφορου στήθους., έτσι όπως τα ζωγράφιζε. Φιλοτεχνούσε ό, τι πιο ευγενές και όχι μόνον αυτό. Τον ένιωθες σαν να βουτούσε όλος για να αποθέσει τη θωπεία και των θείων γυναικείων δώρων. Αυτή η ιδιοσυγκρασία του μετέβαλλε σε ζωγραφική κατάσταση την ηδονικοερωτική ιδιότητα μέσα σε ατμόσφαιρα αέρινη, ατλαζένια. Αλλά η πίσω σελίδα τον έφερε απολαυστικά σαρκικό. Ο κάθε θεατής εισέπραττε ό, τι έπιαναν οι κεραίες του. Φαινόμενο ανθρώπου! Μια μυθιστορία, βιβλίο ολόκληρο από όσα γνωρίζουμε του βίου του και πολύ περισσότερα εκείνα που δεν γνωρίζουμε. Είχε το τραίνο του… Ήταν και ανοιχτός και κρυφός.
Απόσπασμα από το βιβλίο του ζωγράφου Παναγιώτη Τέτση,
«…εκ του θανάτου εις την ζωήν», Αθήνα 2012
Παναγιώτης Τέτσης για τον Παύλο Μοσχίδη
«Ο Μοσχίδης, με αγάπη πλησιάζει το αντικείμενο, ταυτίζεται απόλυτα μαζί του και συγκινείται, πότε από τη γοητεία του κόσμου των αισθήσεων, πότε του πνεύματος και της ανεξιχνίαστης σφαίρας της ψυχής. Η ζωγραφική υπηρετεί εδώ απόλυτα την τέχνη, δημιουργεί μια όαση για τα μάτια του ταραγμένου ανθρώπου της εποχής…»
Δρ. Νέλλη Μισιρλή (Ιστορικός Τέχνης)
«Ο Παύλος Μοσχίδης, είναι ο ζωγράφος που, ερωτικά, ανιχνεύει την ύλη. Την ευαισθησία σωμάτων που αλλού βυθίζονται στη σκιά της ίδιας της σάρκας τους και αλλού αναδύουν την καθαρότητα, την τρέμουσα, της γραμμής τους. Την ατμόσφαιρα που πυκνώνει γύρω από τη γυναικεία παρουσία, βαριά φορτισμένη, περιβάλλοντας και επεκτείνοντάς την. Τα γυμνά του είναι ντυμένα θαρρείς - χιλιοντυμένα - με το ειδικό φως που τα ίδια προκαλούν και συσσωρεύουν, με την ειδική, κάθε φορά, ποιότητα, αίγλη, υφή, που δίνουν στο φως γύρω τους και το κάνουν κι εκείνο ύλη».
Ελένη Βακαλό (Κριτικός Τέχνης)
«Το έργο μου είναι μια προσφορά μου στον άνθρωπο αλλά και την αγάπη. Στην αγάπη σε κάθε μορφή της. Ακόμη, είναι μια σπονδή στη γυναίκα και την ύπαρξή της, που αποτελεί για μένα την πιο τέλεια, την πιο ορατή αλλά και την πιο άυλη πραγμάτωση της χαράς της ζωής».
Παύλος Μοσχίδης (Ζωγράφος)
Υπάρχουν πάρα πολλά πράγματα που η εποχή μας πρέπει να απομυθοποιήσει. Ανάμεσά του, επιτρέψτε να θεωρώ και το ¨γυμνό¨, την ¨τέχνη¨, και το ¨ένστικτο¨. Το γυμνό από το σύμβολο πάναγνης παρουσίας, χωρίς δόλο και σύμβαση, έχει μυριάδες φορές γίνει όργανο απωθητικής πρόκλησης και δολοφονίας της ειλικρίνειας.
Κρίμα. Γιατί στο κάτω-κάτω, φτάνει να σκεφτούμε, πως στον κόσμο ήρθαμε γυμνοί. Η τέχνη, πάλι, θα έλεγα πως είναι ένας καταλύτης ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση.
Όσο για το ένστικτο, αυτή η μαγική ανθρώπινη δύναμη, συνδέεται για μένα, απόλυτα με τη δημιουργικότητα.
Έτσι, το γυμνό στην τέχνη, όταν το γυμνό δεν είναι πορνό, κι όταν η τέχνη είναι τέχνη, διεγείρουν και ξυπνούν το ένστικτο, την απέραντη αυτή θάλασσα δύναμης, βρύση δημιουργίας».
Παύλος Μοσχίδης (Ζωγράφος)